ευσυγκίνητος

ευσυγκίνητος
-η, -ο
αυτός που συγκινείται εύκολα, ο ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -συγ-κινητος (< συγ-κινώ), πρβλ. α-συγ-κίνητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Μ. Βιζυηνό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αισθαντικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο γεμάτος συναισθήματα, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος 2. λεπτός, διακριτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθάνομαι ή πιθ. απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. sensitif ή sensible. ΠΑΡ. νεοελλ. αισθαντικότητα] …   Dictionary of Greek

  • ευκολοδάκρυστος — η, ο αυτός που δακρύζει εύκολα, ο ευσυγκίνητος …   Dictionary of Greek

  • ευκολοστάλακτος — και ευκολοστάλαχτος, η, ο (Μ εὐκολοστάλακτος, ον) αυτός που στάζει, που σταλάζει εύκολα μσν. μτφ. επιρρεπής στα δάκρυα, ευσυγκίνητος …   Dictionary of Greek

  • ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… …   Dictionary of Greek

  • γυναικόψυχος — ο ευσυγκίνητος, δειλός: Φοβόταν να πάει στον πόλεμο γιατί ήταν γυναικόψυχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”